- κοινοβουλευτικός
- -ή, -ό (Α κοινοβουλευτικός, -ή, -όν)νεοελλ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κοινοβούλιο ή στον κοινοβουλευτισμό («κοινοβουλευτική σύνοδος»)2. εκείνος πού γίνεται σύμφωνα με τις διαδικασίες τού κοινοβουλίου και με τις αρχές τού κοινοβουλευτισμού ή βρίσκεται σε αντιστοιχία με αυτές («κοινοβουλευτική γλώσσα»)3. το αρσ. ως ουσ. ο κοινοβουλευτικόςτο μέλος τού κοινοβουλίου, ο βουλευτής ή ο γερουσιασατής4. φρ. α) «κοινοβουλευτικό σύστημα» ή «κοινοβουλευτικό καθεστώς» — πολιτικό σύστημα στο οποίο υπάρχει διάκριση και συνεργασία τών εξουσιών, τής νομοθετικής και τής εκτελεστικής, και στο οποίο η κυβέρνηση είναι υπεύθυνη έναντι τού κοινοβουλίου το οποίο και τής δίνει ψήφο εμπιστοσύνηςβ) «κοινοβουλευτική διαδικασία» — η διαδικασία που τηρείται κατά τη λειτουργία τού κοινοβουλίουγ) «κοινοβουλευτική ομάδα» — ομάδα στην οποία ανήκει το σύνολο τών βουλευτών ενός κόμματος και η οποία συγκροτείται για να επιδιώξει την εφαρμογή τής πολιτικής του μέσω τού κοινοβουλίουαρχ.1. αυτός που αναφέρεται σε διάσκεψη και διαβούλευση2. συμβουλευτικός.επίρρ...κοινοβουλευτικώςμε κοινοβουλευτικό τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + βουλευτικός (< βουλεύομαι)].
Dictionary of Greek. 2013.